- κατασφαλίζομαι
- (AM κατασφαλίζομαι, Μ και ενεργ. κατασφαλίζω)ασφαλίζομαι, εξασφαλίζομαι εντελώς, γίνομαι τελείως ασφαλήςμσν.1. οχυρώνω2. φράζω, βουλλώνω κάτι3. κλειδώνω καλά4. φυλακίζω, περιορίζω κάποιον5. αποκλείω κάποιον κάπουμσν.-αρχ.επιβεβαιώνω, επικυρώνω, προσδίδω ισχύ, κύρος σε κάτιαρχ.1. πηγαίνω κάπου για ασφάλεια2. ασφαλίζω κάτι για τον εαυτό μου.
Dictionary of Greek. 2013.